Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

Ινδικός ωκεανός

См. также в других словарях:

  • Ινδικός ωκεανός — Ο τρίτος σε έκταση (73.427.000 τ. χλμ.) ωκεανός, μετά τον Ειρηνικό και τον Ατλαντικό. Αντίθετα από τους άλλους δύο, ο Ι.ω. δεν παρουσιάζει πολλούς βραχίονες. Εκτείνεται από τη νότια Ασία μέχρι την Ανταρκτική και από την ανατολική Αφρική μέχρι τη… …   Dictionary of Greek

  • ινδικός, -ή — ό αυτός που αναφέρεται στους Ινδούς και στην Ινδία: Ινδικός ωκεανός. – Ινδική θρησκεία.  – Ινδική καρύδα. – Ινδικό χοιρίδιο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • Η Διώρυγα του Σ — Τεχνητός υδάτινος δρόμος με διαδρομή 161 χλμ. μέσα από τον ομώνυμο ισθμό, συνδέει τη Μεσόγειο (Ατλαντικός ωκεανός) με την Ερυθρά θάλασσα (Ινδικός ωκεανός). Σχέδια για τη σύνδεση των δύο θαλασσών χρονολογούνται από τη δεύτερη π.Χ. χιλιετία και… …   Dictionary of Greek

  • Αραβική θάλασσα — Εκτεταμένος βραχίονας του Ινδικού ωκεανού, μεταξύ της Ινδίας, της Αραβικής χερσονήσου και των ακτών της Σομαλίας· τα όριά της με τον ανοιχτό ωκεανό δεν είναι σαφώς καθορισμένα. Ιδιαίτερο χαρακτηριστικό αυτής της θάλασσας είναι τα ρεύματα, που… …   Dictionary of Greek

  • Περσικός κόλπος (ή Αραβικός κόλπος) — Μυχός της Αραβικής θάλασσας (Ινδικός ωκεανός), που ορίζεται από την περσική ακτή και από μια ευρεία δρεπανοειδή διαμόρφωση της αραβικής ακτής. Συγκοινωνεί στα Α μέσω του πορθμού Ορμούζ, με τον κόλπο του Ομάν και κατά συνέπεια με τον ανοιχτό… …   Dictionary of Greek

  • Ρανγκούν — Πόλη, πρωτεύουσα της Βιρμανίας. Είναι χτισμένη στην αριστερή όχθη του ποταμού Ρανγκούν (ή Χλανγκ), περίπου 30 χλμ. πιο πάνω από την εκβολή του στη θάλασσα Ανταμάν (Ινδικός ωκεανός). Συ δέεται με διάφορες οδικές αρτηρίες με τα κυριότερα κέντρα του …   Dictionary of Greek

  • Σοφάλα — Πόλη (350.000 κάτ.) της κεντρικής Μοζαμβίκης, πρωτεύουσα του ομώνυμου νομού (68.018 τ. χλμ., 1.258.000 κάτ.). Άλλοτε λεγόταν Μπέιρα. Βρίσκεται στο Στενό της Μοζαμβίκης (Ινδικός ωκεανός), στις εκβολές των ποταμών Μπούζι και Πουνγκέ. Φυσική… …   Dictionary of Greek

  • αρχαιολιθοθάμνιο — Γένος ασβεστολιθικών φυκών (ροδοφύκη), με απασβεστωμένο θαλλό, με όργανα αναπαραγωγής σποριάγγεια μεμονωμένα και με κυτταρικό ιστό σχηματισμένο από ορθογώνια κύτταρα. Άφθονα στην κρητιδική περίοδο ζουν ακόμα και σήμερα (Μεσόγειος, Ερυθρά θάλασσα …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»